- αμολλιέμαι
- αμολλιούμαι (αόρ. αμολλήθηκα, προστ. αμολλήσου) пуститься бежать (за кем-чем-л.); бежать вдогонку;
αμολλήσου να τον προφτάσεις — беги, догони его
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμολλήσου να τον προφτάσεις — беги, догони его
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.